Skip to content

“Καταστροφικές” οι δαπάνες υγείας για τους Έλληνες

Αυτό ισχυρίζεται η ετήσια έκθεση της Κομισιόν («Προφίλ Υγείας 2019») για την κατάσταση της υγείας στην ΕΕ. Το 2017, ένα στα δέκα ελληνικά νοικοκυριά δεν είχε πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας ενώ τις χρειαζόταν. Από τις τελευταίες στην Ευρώπη η Ελλάδα ως προς την προληπτική ιατρική.

Στην ίδια θέση με τη Λιθουανία, τη Λετονία και την Ουγγαρία

Η έκθεση τονίζει ότι στην Ελλάδα οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία εξακολουθούν να είναι πολύ υψηλές: το ένα τρίτο της υγειονομικής περίθαλψης  πληρώνεται απευθείας από την τσέπη των νοικοκυριών (συμπεριλαμβανομένων των άτυπων πληρωμών).

Την ίδια στιγμή, το κόστος αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο στην πρόσβαση στην περίθαλψη. Το κόστος υγείας στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ, ιδίως για τα άτομα με χαμηλό εισόδημα. Ένα στα δέκα νοικοκυριά υφίσταται καταστροφικές δαπάνες υγείας και η πρακτική των άτυπων πληρωμών εξακολουθεί να υπάρχει, σημειώνει η έκθεση.

Το 2017 η Ελλάδα είχε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα δαπανών υγείας σε άμεσες ιδιωτικές πληρωμές, ως ποσοστό του προϋπολογισμού των νοικοκυριών στην ΕΕ (4,2% έναντι 2,2% που ήταν ο μέσος όρος της ΕΕ). Αυτή η σημαντική εξάρτηση από τις άμεσες ιδιωτικές πληρωμές ως πηγή χρηματοδότησης της υγείας μπορεί να οδηγήσει σε ανισότητες ως προς την πρόσβαση. Παράλληλα, μεταξύ των ατόμων που έχουν όντως πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας στην Ελλάδα, το ποσοστό των καταστροφικών δαπανών αυξήθηκε από 7% το 2010 σε 10% το 2016, το τέταρτο υψηλότερο στην ΕΕ μετά τη Λιθουανία, τη Λετονία και την Ουγγαρία. Από περαιτέρω αναλύσεις προκύπτει ότι σχεδόν το 80% του συνόλου των καταστροφικών δαπανών στην Ελλάδα συγκεντρώνεται στο φτωχότερο 40% των νοικοκυριών. Σημειώνεται ότι ως καταστροφικές δαπάνες ορίζονται οι άμεσες δαπάνες των νοικοκυριών που υπερβαίνουν το 40% των συνολικών τους δαπανών, αφού έχουν αφαιρεθεί οι δαπάνες για ανάγκες διαβίωσης (δηλ. τροφή, στέγαση και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας).

Το 2017 η Ελλάδα είχε το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο αυτοναναφερόμενων μη καλυπτόμενων αναγκών ιατρικής περίθαλψης στην ΕΕ (μετά την Εσθονία), αφού ένα στα δέκα νοικοκυριά ανέφερε ότι δεν είχε δυνατότητα πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας όταν τις χρειαζόταν. Μη καλυπτόμενες ανάγκες αναφέρθηκαν επίσης από σχεδόν ένα στα πέντε νοικοκυριά στα φτωχότερα εισοδήματα, αλλά μόλις από το 3% των πλουσιότερων νοικοκυριών, γεγονός που αποκαλύπτει το μεγαλύτερο χάσμα όσον αφορά την εισοδηματική ανισότητα στην Ευρώπη. Μια πιο θετική εξέλιξη είναι ότι το 2017 ήταν το πρώτο έτος κατά το οποίο το συνολικό επίπεδο μη καλυπτόμενων αναγκών σημείωσε πτώση, ύστερα από συνεχή αύξηση για έξι συναπτά έτη.

Το κόστος είναι το κυριότερο εμπόδιο στην πρόσβαση στις υπηρεσίες

Από το 10% των νοικοκυριών με μη καλυπτόμενες ανάγκες, τέσσερα στα πέντε αναφέρουν το κόστος ως το κυριότερο εμπόδιο στην πρόσβαση στην περίθαλψη. Η Ελλάδα έχει πολύ υψηλά ποσοστά άμεσων ιδιωτικών πληρωμών, που ανέρχονται στο 35% των δαπανών υγείας, ποσοστό διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ και το οποίο μπορεί να αποδοθεί εν πολλοίς στην προκλητή ζήτηση. Οι πληρωμές για φάρμακα συνιστούν το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών σε άμεσες ιδιωτικές πληρωμές (13%), ακολουθούμενες από τις πληρωμές για ενδονοσοκομειακές υπηρεσίες (11%). Το τελευταίο αυτό ποσοστό προκαλεί έντονη εντύπωση, δεδομένου ότι η περίθαλψη στα δημόσια νοσοκομεία είναι δωρεάν. Παρότι ορισμένες από τις δαπάνες αυτές ενδέχεται να διατίθενται για νοσοκομειακές υπηρεσίες που παρέχονται από ιδιωτικούς φορείς, ορισμένα έμμεσα στοιχεία δείχνουν ότι άτυπες πληρωμές καταβάλλονται επίσης στα δημόσια νοσοκομεία. Για παράδειγμα, από στοιχεία σχετικά με τις καταστροφικές δαπάνες υγείας που υφίστανται τα νοικοκυριά προκύπτει ότι το ποσοστό των δαπανών για ενδονοσοκομειακή περίθαλψη είναι υψηλό, 12% για τη φτωχότερη εισοδηματική ομάδα. Καθώς είναι απίθανο τα φτωχότερα νοικοκυριά να στραφούν στην ιδιωτική νοσοκομειακή περίθαλψη λόγω των περιορισμένων οικονομικών τους δυνατοτήτων, το ποσοστό αυτό υποδηλώνει ότι πραγματοποιούνται επίσης πληρωμές και στο πλαίσιο της δημόσιας ενδονοσοκομειακής περίθαλψης.

Επιπλέον, στο πλαίσιο πρόσφατης έκθεσης του ΠΟΥ διαπιστώθηκε ότι ο κύριος όγκος των άτυπων πληρωμών προέρχεται από ασθενείς που θέλουν να εξασφαλίσουν καλύτερη ή ταχύτερη φροντίδα, ή απορρέει από απαιτήσεις εκ μέρους των ιατρών και από ελλιπή γνώση των σχετικών δικαιωμάτων, ιδίως μεταξύ των φτωχότερων ατόμων και όσων ζουν σε αγροτικές περιοχές.

Όσον αφορά τα φάρμακα, τα μέτρα που ελήφθησαν για τη μείωση της κρατικής φαρμακευτικής δαπάνης οδήγησαν, εν μέρει, στη μετακύλιση του κόστους στους ασθενείς: το μέσο ποσοστό επιμερισμού της φαρμακευτικής δαπάνης αυξήθηκε από 13% το 2012 σε 18% το 2013, και η μέση επιβάρυνση του ασθενούς ανά συνταγή αυξήθηκε κατά δύο τρίτα κατά την περίοδο από το 2011 έως το 2014.

Μείωση κατά τη διάρκεια της κρίσης

Παρόλα αυτά, πολιτικές που αποβλέπουν στη μείωση της σπατάλης και στην ενίσχυση της αποδοτικότητας συνέβαλαν στην ταχεία μείωση των δαπανών υγείας κατά την οικονομική κρίση, τα οποία σταθεροποιήθηκαν πό το 2015 και μετά. Αφού κορυφώθηκαν στα 2.267 ευρώ ανά άτομο το 2008, οι δαπάνες υγείας μειώθηκαν σχεδόν κατά ένα τρίτο στη διάρκεια των επόμενων πέντε ετών. Συγκεκριμένα, το 2017 η Ελλάδα δαπάνησε 1.623 ευρώ κατ’ άτομο για υγειονομική περίθαλψη, ποσό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ (2.884 ευρώ). Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 8% του ΑΕΠ, επίσης κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ (9,8%).

Ειδικότερα, οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία κατ’ άτομο μειώθηκαν σημαντικά – από 1.388 ευρώ το 2009 σε 820 ευρώ κατ’ άτομο το 2017. Πιο πρόσφατα, σε απόλυτες τιμές, μετά την ώθηση που έλαβε χώρα το 2016 με την αύξηση των δημόσιων δαπανών σε 9 δισ. ευρώ, η μετέπειτα ανάπτυξη περιορίστηκε και ο κρατικός προϋπολογισμός για την υγεία το 2019 εκτιμάται σε περίπου 9,1 δισ. ευρώ ή λίγο κάτω από το 5% του ΑΕΠ. Επιπλέον, με τον μηχανισμό αυτόματης επιστροφής (clawback) που καθιερώθηκε για να μειωθεί η προκλητή ζήτηση προστέθηκε επιπλέον 1% του ΑΕΠ στους δημόσιους πόρους που διατίθενται ετησίως για την υγειονομική περίθαλψη.

Το 2017 το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών (42%) διατέθηκε για ενδονοσοκομειακή περίθαλψη, ενώ ακολουθούν τα φάρμακα (31%) και η εξωνοσοκομειακή περίθαλψη (22%). Περίπου το ήμισυ των δαπανών για φάρμακα και υπηρεσίες εξωνοσοκομειακής περίθαλψης και το ένα τέταρτο των δαπανών για ενδονοσοκομειακή περίθαλψη προέρχονται από άμεσες ιδιωτικές πληρωμές. Ωστόσο, η Ελλάδα δαπανά συγκριτικά ελάχιστους πόρους για προληπτική φροντίδα, μόλις 20 ευρώ ανά άτομο (έναντι 89 ευρώ που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ) ή 1,3% των δαπανών υγείας, ποσοστό που την κατατάσσει, μαζί με την Κύπρο και τη Σλοβακία, μεταξύ των τελευταίων τριών κρατών μελών.

Πολύ μεγάλο ποσοστό των δαπανών προέρχεται από τα νοικοκυριά, συμπεριλαμβανομένων των άτυπων πληρωμών. Συνολικά, στην Ελλάδα μόνο το 61% των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη προέρχεται από δημόσιες πηγές, ενώ το 35% χρηματοδοτείται απευθείας από τα νοικοκυριά (το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ). Το ποσοστό αυτό κυμάνθηκε ανάμεσα στο 28% το 2010, που ήταν το χαμηλότερο σημείο, έως το 37% το 2014, που ήταν το υψηλότερο σημείο. Τα υψηλά επίπεδα επιμερισμού του κόστους πηγάζουν σε μεγάλο βαθμό από την προκλητή ζήτηση (ζήτηση που υποκινείται από την προσφορά) και οφείλονται κυρίως στις συμμετοχές των ασφαλισμένων για τα φάρμακα και στις άμεσες πληρωμές για υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στη δέσμη παροχών, επισκέψεις σε ειδικούς ιατρούς, νοσηλευτική περίθαλψη, καθώς και οδοντιατρική περίθαλψη. Επιπλέον, οι άτυπες πληρωμές αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών, γεγονός που εγείρει σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά την ισότητα και τα εμπόδια πρόσβασης στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης. Η προαιρετική ασφάλιση υγείας διαδραματίζει μόνον ήσσονος σημασίας ρόλο και αντιπροσώπευε το 4% των συνολικών δαπανών υγείας το 2017.

No comment yet, add your voice below!


Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *